- δέλλος
- Πηγή θερμού ύδατος, στην οποία το νερό αναβλύζει περιοδικά με τη μορφή υδάτινης στήλης σε μεγάλο ύψος. Η ονομασία της προέρχεται από την ομώνυμη περιοχή Δέλλοι της Σικελίας, όπου κατά την αρχαιότητα, όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης, εκτοξεύονταν θερμοί πίδακες νερού μέσα από τους ηφαιστειακούς κρατήρες. Σήμερα οι πηγές αυτές ονομάζονται θερμοπίδακες ή πηγές γκέιζερ.
Dictionary of Greek. 2013.